









Κάθε λουλούδι έχει τη θέση του στον ήλιο,
κάθε άνθρωπος έχει ένα όνειρο.
Κάθε άνθρωπος
έχει έναν ουρανό πάνου από την πληγή του,
κι ένα μικρό παράνομο σημείωμα της άνοιξης
μέσα στην τσέπη του.
Γ. Ρίτσος
Μια μικρή αμυγδαλίτσα φουντωτή και λυγιστή
ροζ ανθάκια στολισμένη κι άσπρα χτένια στα κλαδιά
έλεγε με μέγα πείσμα στη μαμάκα της συχνά:
«Σου το λέω δεν θέλω να’ μαι στολισμένη μες τα ροζ
μόνη εγώ μέσα στους άλλους λες και γίνεται χορός.
Σου το λέω δεν με παίρνει κανένας τους στα σοβαρά,
“τι όμορφη!” όλοι μου λένε και ξεχνάνε τα λοιπά.
Κοίτα τη μικρή Ελίτσα τι σεμνή και ταπεινή…
Μέσα στη λαδί ποδιά της φαίνεται τόσο σοφή!!!
Θα πετάξω τα στολίδια και τα άνθη απ’ τα κλαδιά
και καλόγρια θα γίνω στων γκρεμών την ερημιά.
Δεν την θέλω σου το λέω εγώ τόση ομορφιά,
θα τους ρίξω τους ανθούς μου μήπως με πάρουν σοβαρά»
«Μαμά σου το λέω, δεν αντέχω άλλο πια!
Όλοι με αντιμετωπίζουν σαν εκατό χρονών γριά.
Δεν μπορούσες λίγο χρώμα να μου δώσεις στα κλαδιά,
σαν με ράσο να μην μοιάζει τούτη μου η φορεσιά;
Δεν το θέλω σου το λέω τούτο τους το σεβασμό
σαν Aμυγδαλίτσα θέλω και εγώ να στολιστώ.
Τι να κάνω πια δεν ξέρω, μήπως λίφτινγκ φυτικό,
την όψη μου αν είν’ ν’ αλλάξω όλα θα τα υποστώ!»
Τις ακούει και τις δύο η κουκουβάγια η σοφή
και τη μια καλεί στης άλλης το φουστάνι για να μπει.
Βάζει η Aμυγδαλίτσα της Eλίτσας την ποδιά
μα φαρδιά της πέφτει κάπως με μπαλώματα πολλά.
Βάζει και η μικρή Eλίτσα ροζ χτενάκια στα κλαδιά,
μα τα χτένια δεν ταιριάζουν στα πλεγμένα της μαλλιά.
Αγκαζέ λοιπόν πηγαίναν στην πλατεία καμαρωτά,
ώσπου κηπουρός τις βλέπει, μ’ απορία τις ρωτά…
«Για πού το ‘βαλες Ελίτσα στολισμένη σαν κυρά;
Δεν σου πάνε όλα τούτα τα ανθάκια στα κλαδιά.
Εσύ μες το φόρεμα σου το ασημένιο και απλό,
είσαι αρχόντισσα που φέρνει τον πιο ιερό καρπό.
Λάμπεις μες το μεσημέρι σαν ο ήλιος σε θωρεί
και η ομορφιά σου είναι ξακουστή σ' όλη τη γη.
Και συ Μυγδαλιά πανώρια μες αυτή τη φορεσιά,
μοιάζεις με τη πριγκιπέσα που έδιωξε η μητριά.
Συ μοναχά έχεις από όλους τη σοφία για να πεις
ο χειμώνας που θα έρθει θα ‘ναι άραγε βαρύς;
Μόνο εσύ ελπίδα ξέρεις να γεννάς μες την καρδιά
πρώτη από όλους σαν ανθίζεις μες τη βαρυχειμωνιά.»
Πέταξε η κουκουβάγια και έκατσε εκεί κοντά
και τις φιλενάδες βλέπει να γελάνε δυνατά...
«Μην ξεχάσετε καλές μου φιλενάδες τους μηνεί,
πως η ματιά ίσως δεν βλέπει αυτό που ο άλλος να θωρεί.
Και τον εαυτό σας πρέπει να τιμάτε φανερά
για τα δώρα και τις χάρες που σας έλαχαν, παρά
τον καιρό σας να περνάτε με ότι δεν θα σας δοθεί
γιατί ξένο πάντα θα’ ναι και αταίριαστο μαζί.»
Αχ Ελλάδα σ' αγαπώ
και βαθιά σ' ευχαριστώ
γιατί μ' έμαθες και ξέρω
ν' ανασαίνω όπου βρεθώ
να πεθαίνω όπου πατώ
και να μην σε υποφέρω !!
Χωρίς μέσα για τη μεταφορά προς και από τα σχολεία τους είναι εκατοντάδες μαθητές Γυμνασίου και Λυκείου που ζουν εκτός της πόλης της Σάμου (και πανελλαδικά), αφού οι απλήρωτοι ιδιοκτήτες των λεωφορείων, διέκοψαν τα μαθητικά δρομολόγια .
Ένα τεράστιο πρόβλημα έχει προκύψει για πάμπολλες οικογένειες της επαρχίας, που τα παιδιά τους εξυπηρετούνταν από την αρχή της χρονιάς από μαθητικά λεωφορεία. Οι γονείς αναζητούν λύσεις για την καθημερινή μετακίνηση των παιδιών τους προς τα σχολεία και υποχρεώνονται οι ίδιοι οι γονείς των μαθητών της επαρχίας, όλων των απομακρυσμένων περιοχών του νομού, να μεταφέρουν τα παιδιά τους στο σχολείο, δις ημερησίως (πρωί και μεσημέρι) καλύπτοντας αποστάσεις πολλών χιλιομέτρων, αν και εφόσον δεν εργάζονται . Και όταν αυτό είναι ανέφικτο λόγω εργασίας ή άλλων υποχρεώσεων των γονιών , τότε οι μαθητές θα πάρουν το λεωφορείο της γραμμής πληρώνοντας καθημερινά κανονικά το εισιτήριο και θα φτάσουν στο σχολείο αργοπορημένοι (λόγω δρομολογίων) δηλαδή θα χάσουν την πρώτη ώρα του σχολειού και θα φύγουν πριν την παράδοση του τελευταίου μαθήματος για να προλάβουν το λεωφορείο της επιστροφής.
Κι ενώ οι συζητήσεις μεταξύ λεωφορειούχων, γονέων και πολιτείας συνεχίζονται , αλλά τα χρήματα δεν βρίσκονται , το θέμα της μεταφοράς των μαθητών εξελίσσεται σ ένα πρόβλημα χωρίς λύση.
Ελπίζοντας σιγοτραγουδώ το "Αχ Ελλάδα"
σε στίχους του μεγάλου Μανώλη Ρασούλη :
Αχ Ελλάδα σ' αγαπώ
και βαθιά σ' ευχαριστώ
γιατί μ' έμαθες και ξέρω
ν' ανασαίνω όπου βρεθώ
να πεθαίνω όπου πατώ
και να μην σε υποφέρω
Αχ Ελλάδα θα στο πω
πριν λαλήσεις πετεινό
δεκατρείς φορές μ' αρνιέσαι
μ' εκβιάζεις μου κολλάς
σαν το νόθο με πετάς
μα κι απάνω μου κρεμιέσαι.